λυγιστός

λυγιστός
η , ό
1) гибкий, гнущийся, сгибающийся; 2) согнутый; 3) жеманный, манерный; кокетливый;

σειστός ( — или κουνιστός) και λυγιστός — вертлявый (о походке)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λυγιστός" в других словарях:

  • λυγιστός — ή, ό [λυγίζω] 1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος 2. λυγισμένος, κεκαμμένος 3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος …   Dictionary of Greek

  • λυγιστός — ή, ό 1. λυγισμένος. 2. αυτός που περπατάει με νάζι: Μας πλησίασε κουνιστή και λυγιστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλύγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος 2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγιστός < λυγίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά] …   Dictionary of Greek

  • ευλύγιστος — η, ο (Μ εὐλύγιστος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά») 2. (για μέλη τού σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος νεοελλ. (για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λυγιστικός — ή, ό (Α λυγιστικός, ή, όν) [λυγιστός] αυτός που κάμπτεται εύκολα, εύκαμπτος, ευλύγιστος …   Dictionary of Greek

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • σειστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σειέται, ο κουνιστός: Έρχεται σειστός και λυγιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»